- συντρόφι
- το, Ν [σύντροφος]1. (υποκορ. και με θωπευτική σημ.) αγαπημένος σύντροφος2. κοινή ονομασία τού εσώτατου υμένα που περιβάλλει το έμβρυο κατά την κύηση, το αμνίο3. ανδρικό εσώρουχο, σώβρακο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συντρόφι — το σύντροφος: Είμαστε από παλιά συντρόφια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)